- ὑπεξηγητικός
- ὑπεξ-ηγητικός, ή, όν,A serving as explanation, Eust.584.30 (f.l. for Επ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεξηγητικός — ή, όν, Μ 1. ερμηνευτικός, σαφηνιστικός 2. αυτός που χρησιμεύει ως εξήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξηγητικός «ερμηνευτικός»] … Dictionary of Greek